πρώτοισι

πρώτοισι
πρότερος
before
masc/neut dat pl (epic ionic aeolic)
πρῶτος
before
masc/neut dat pl (epic ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιχειρώ — (AM ἐπιχειρῶ, έω) 1. δοκιμάζω, καταπιάνομαι με κάτι (α. «ἐπιχειρεῑ τὰ ἀδύνατα» β. «ὅς τῇ διώρυχι ἐπεχείρησε πρῶτος», Ηρόδ.) 2. προσπαθώ να κάνω κάτι («επιχείρησε να μιλήσει, αλλά δεν τόν άφησαν») αρχ. 1. απλώνω το χέρι μου σε κάτι («oἱ μὲν δείπνῳ …   Dictionary of Greek

  • μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… …   Dictionary of Greek

  • πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”